Η πολιτική της φωτιάς

Αρχιτέκτονα Μηχανικού – Πολεοδόμου
Δρ. Κοινωνιολογίας
τ. Νομάρχη Αχαΐας
Η Αυγουστιάτικη πυρπόληση της Αττικής έφερε στη μνήμη το ολοκαύτωμα του 2007 όπως και εκείνο με τη σειρά του είχε φέρει επί τάπητος πάλι την ιδιότυπη, παράπλευρη και αμφιτροφοδοτούμενη ενίοτε σχέση ανάμεσα στην πολιτική αφενός και αφετέρου στην περιβαλλοντική απαξίωση. Κυρίως όμως μεταξύ της πολιτικής και των αιτιών αποψίλωσης των δασικών εκτάσεων στην Ελλάδα. Βέβαια το ανοσιούργημα του εμπρησμού, είτε ως ενδεχόμενος είτε ως σκοπούμενος δόλος, έχει το ίδιο αποτέλεσμα ως γεγονός στην ποιότητα της ζωής.
Όμως στην συγκεκριμένη περίοδο του 2007, αστείες ήταν οι διάφορες επικοινωνιακές πολιτικές και τα κωμικά «τρικ» της κυβέρνησης, που ενώ από τη μια πλευρά οίκτιρε τις «καιρικές συνθήκες», από την άλλη προσεπικαλλείτο «ασύμμετρες» επεμβάσεις αόρατων εχθρών που μας επιβουλεύονται, λάτρης όπως πάντα στην παραδοσιακή αιτιολόγηση της δεξιάς, ότι για όλα φταίνε οι άλλοι και κυρίως οι επενέργειες των πολιτικών αλλοθρήσκων. Πιστοί στο δόγμα, περί παντός κακού υπάρχει πάντα ένα είδος «κομουνιστικού δάκτυλου».
Βέβαια το «σόου» που ζήσαμε τότε συμπληρώθηκε με την μείζονα αντιπολίτευση να προσδοκά εκλογικά κέρδη στηλιτεύοντας την κρατική απουσία και τη θρυμματισμένη έως ανύπαρκτη αντιπυρική πολιτική, λησμονώντας ότι η ίδια πριν λίγα μόλις χρόνια υπήρξε θύμα ανάλογων αρρυθμιών σε εμπρηστικά περιστατικά, με συνέπειες όχι και τόσο διαφορετικές από την καλοκαιρινή συμφορά του 2007. «Το αν σήμερα διερωτάται γιατί το εκλογικό δισάκι της δεν γέμισε, αυτό είναι θέμα πολιτικής ευαισθησίας και αντίληψης, αφού το ένστικτο του κόσμου σε αντιλαμβάνεται όταν προσπαθείς να κεφαλαιοποιήσεις πολιτικά πάνω στον πόνο του άλλου» και σε αντιμετωπίζει ανάλογα. Ατυχώς τo ερώτημα: «εσύ τι έκανες;» είναι αμήλικτο.
Σε όλη την μεταπολεμική περίοδο και όσο θυμούμαι υπάρχει πάντα μια ανατριχιαστική μεθοδολογία και μεθόδευση εκτόνωσης του κακού. Αμέσως μετά το κάθε μπουρλότο των δασών, ακολουθεί μια κατηγορηματική διαβεβαίωση για άμεση αποκατάσταση με αναδασώσεις στους κεκαυμένους τόπους. Αφήνεται λίγος χρόνος ικανός και αναγκαίος για τη λήθη και μετά αρχίζουν οι εκπτώσεις στις απόλυτες και στομφώδεις δεσμεύσεις.
Κομμάτι - κομμάτι αρχίζουν οι αποχαρακτηρισμοί, είτε με ενεργητική συμμετοχή οικοπεδοφάγων, κατασκευαστικών ομάδων, αυτοδιοικητικών οργανισμών και συναρμόδιων κρατικών αρχών είτε με παραλήψεις και ολιγωρίες είτε με αδιαφορίες παρέμβασης που στην ουσία οδηγούν στον ίδιο δρόμο της «αξιοποίησης».
Αρχικά αρκετά δειλά και πιο οργανωμένα, μετά, ξεφυτρώνουν οι νέες «χρήσεις» κατοχυρώνοντας «de facto» τα δικαιώματα των καταπατητών που βασίζονται στην εξασφάλιση του ακαταδίωκτου και την βεβαιότητα της ατιμωρησίας μέχρι να έρθει η νέα φόρμουλα της νομιμοποίησης των τετελεσμένων. Έτσι κλείνει ο κύκλος και έπεται η αναμονή της αφετηρίας του νέου κύκλου. Το να θυμίσουμε τη στιβάδα των νόμων στους κύκλους νομιμοποίησης, από το «για να φτιάξουμε όσα κάψαν και γκρεμίσαν .......» του Παπάγου έως τον Ν.410/1968 των συνταγματαρχών, τον Ν. 720/1977 του Ράλλη, το «θα το σώσεις άμα το δηλώσεις» του Ν. 1337/1983 του Τρίτση και το φρέσκο κόλπο grosso Σουφλικής έμπνευσης και αντίσυλληψης της συνταγματικότητας μετά των περί ημιυπαιθρίων νομιμοποιητικά (τακτοποιητικά), θα ήταν περιτή απόδειξη.
Σε όλη αυτή την ιστορική διαχρονία της πολιτικής της φωτιάς υπάρχει μία και μόνη τραγική σταθερά, πολιτική που καθιστά τη νομιμότητα εμπορεύσιμο είδος «πλήρωσε και καθάρισες».
Οι προεκλογικές περίοδοι είναι οι στιγμές δικαίωσης των παρανομιών και της εργολαβικής μπετονιέρας. Αλλά και το άλλοθι της εκάστοτε κυβερνήσεως απαράλλαχτο μέσα στην ιδιοτέλεια του «αφού χτίστηκαν οι κάποτε δασώδεις περιοχές να μην αναγνωριστούν τα νέα δεδομένα; τι να κάνουμε, να γκρεμίσουμε τόσα επενδεδυμένα κεφάλαια;»κλείνοντας έτσι τον κύκλο και ανοίγοντας την όρεξη για τον επόμενο.
Αναμφισβήτητα αυτοί οι εναλλασσόμενοι κύκλοι της φωτιάς είναι προϊόν του τρόπου αντίληψης της δημιουργίας «πρωτογενούς οικονομικής συσσώρευσης».Στην Ελλάδα η μεταπρακτική λογική οργάνωσης της οικονομίας δεν μπορούσε να βρει άλλη καλύτερη διέξοδο «δημιουργίας κεφαλαίου» παρά μόνο τρώγοντας τα σωθικά της.
Ο φτωχός εμποράκος και περιφερειακός συγγενής των καπιταλιστικών χωρών έπρεπε να αυτοπυρπολείται προκειμένου να ισορροπεί οικονομετρικά, θερμαίνοντας και αποθερμαίνοντας την οικονομία του μέσα από την γαιοπρόσοδο και την οικοδομική δραστηριότητα ως μοιραίος και ταπεινός αυτόχειρ.
Άλλωστε τόσο το μπουρλότο του 2007 όσο και το τωρινό του 2009 μαζί με όλα τα άλλα τα ενδειάμεσα θα προσφέρουν τεράστια έσοδα από την μετατροπή δασώδων εκτάσεων σε εμπορεύσιμη γη, όχι μόνο στους κατ’ επάγγελμα αυτουργούς και στην πληθώρα των μεσαζόντων μέχρι το πολιτικό πραιτόριο και στο «δημόσιο» που μέσα από την αξιοποίηση των κεκαυμένων προσδοκά τα ανάλογα έσοδα επί των οικοδομικών δραστηριοτήτων που θα ανοίξουν μετά τις πυρπολήσεις, ευχόμενοι μάλιστα ως μοιραίοι αισιοδοξούντες να αναστρέψουν και τους δύσμοιρους μακροοικονομικούς μας δείκτες.
Στο ερώτημα του τι μπορεί να γίνει; Εδώ και δεκαετίες έχουν απαντήσει και απαντούν ακούραστα τα Πανεπιστήμια, το ΤΕΕ, οι διάφοροι ευαισθητοποιημένοι φορείς επίμονα. Και λοιπόν; Πάντα θα υπάρχει μια κυβέρνηση που αρνείται ακόμα και για το αυτονόητο που είναι η δημιουργία Υπουργείου Περιβάλλοντος με ειδικές αρμοδιότητες διάσωσης, όπως το δασολόγιο και πάντα θα υπάρχει ένας Υπουργός που θα συνδέει την έννοια του δάσους με τις επενδύσεις και πάντα η οικολογική ευαισθησία θα μετατρέπεται επικοινωνιακά σε πολιτικό φτιασίδωμα.
Όλα αυτά είναι άραγε τυχαία ή προϊόντα διοικητικής ανικανότητας;
Η επίσκεψη του πρωθυπουργού στα «καμένα» της Πελοποννήσου το 2007 απέδειξε την επικοινωνιακή χρήση των αφηρημένων εξαγγελιών με τις λεξιθηρικές και λεξιλαγνικές ωραιοποιήσεις, όπως τα ίδια αναμένονται και τώρα και την έναρξη της Δ.Ε.Θ..
Τα πρωθυπουργικά λόγια διατηρούν όλη την κλίμακα των ενδιάμεσων θέσεων μεταξύ άρνησης και κατάφασης είπε-είπε αλλά δεν λέει τίποτα για την ταμπακέρα ενώ είναι σαφής και χρονικά συγκεκριμένος για συγκεκριμένες εργολαβίες.
Έχοντας ανάγει το άπαν της κυβερνητικής μέριμνας στην εικονική συνέπεια των προεκλογικών δεσμεύσεων, δρομολόγησε την δημιουργία πολλαπλών επιτροπών, για τα δύσκολα, όπως είναι τα ζητούμενα των περιβαλλοντολογικών προνοιών για τις προστατευόμενες περιοχές από Διεθνείς Συνθήκες διαχέοντας την ευθύνη των λύσεων στις επιτροπές, δηλαδή στο οπουδήποτε και στο κάποτε. Όσο για τα κονδύλια, συνεπής με την πολιτική του φιλοσοφία, όρισε, ότι αυτά θα αναζητηθούν μέσα από την ιδιωτική πρωτοβουλία και τις συμπράξεις του Δημόσιου με τον Ιδιωτικό τομέα. Όλα αυτά με μαθηματική ακρίβεια και απόλυτη συνέπεια, όπως κάθε φορά γίνεται στο κλείσιμο του κύκλου της φωτιάς.
Όμως, για την ανάγκη σταθεράς νομοθεσίας, κτηματολόγιο, δασολόγιο, ανάπτυξη πολιτικής για την προστασία του εδάφους, θα υπήρξουν και πάλι αφηρημένες επικοινωνιακές εξαγγελίες, έτσι ώστε αυτές να μετατραπούν μέσω της προπαγανδιστικής κωδικοποίησης σε «απτές δεσμεύσεις» με στρογγυλεμένες ωραιοποιήσεις που εκτρέπουν από τις αναφορές στις ουσιαστικές δυσκολίες και κυρίως οδηγούν στην αποφυγή του συγκεκριμένου.
Απλά φτάνει να ακούγονται ευχάριστα και όλα αυτά μέχρι «να γίνουν τα ίδια πράγματα, να ξαναγίνουν πάλι».