Logo

Και όμως… τότε υπήρχε ελπίδα!

Εννιά ώρες αγωνίας μέχρι τα σύνορα!
21apriliou67Γρίζος και σκυθρωπός ήταν ο ουρανός της Αθήνας το πρωϊ της 21ης Απριλίου 1969, όταν με ένα οξύ σφύριγμα και με ένα δυνατό τράνταγμα, ξεκίνησε το Acropolis express, με προορισμό τη Γερμανία. Μεταξύ των επιβατών και ο Σωτηράκης, με πρώτο σταθμό το Μόναχο και μετά βλέπουμε.
Αποχαιρετά με τρυφερότητα τη Νεφέλη, που τον συνοδεύει μέχρι την αποβάθρα. Είναι ο μόνος άνθρωπος από το στενό του περιβάλλον, που έχει άμεση συμμετοχή στην επιχείρηση και  μερικούς μήνες αργότερα θα πάρει και εκείνη το ίδιο τραίνο να πάει να τον συναντήσει.
Κρατώντας μία καρό βαλίτσα στο χέρι, αναζητά μια θέση σε κουπέ που να μην υπάρχουν έλληνες συνταξιδιώτες. Θέλει να αποφύγει τις περίεργες ερωτήσεις και γενικά τις συζητήσεις που πιθανόν να τον φέρουν σε δύσκολη θέση και ίσως αποκαλύψουν  την πραγματική του ταυτότητα.
Είναι καλά προετοιμασμένος για κάθε ενδεχόμενο, ψύχραιμος και αποφασισμένος, αλλά οπωσδήποτε θέλει να αποφύγει τα απρόοπτα.
Στο κουπέ που μπήκε είχαν πάρει θέση ένα ζευγάρι αλλοδαπών με ένα τετράχρονο κοριτσάκι. Ο άνδρας ξανθός, γαλανομάτης, η γυναίκα καστανόξανθη και το κοριτσάκι επίσης ξανθό. Έμοιαζαν με Σκανδιναβούς, πράγμα που λίγο αργότερα, όταν ζεστάθηκε η ατμόσφαιρα και αντάλλαξαν τις πρώτες κουβέντες επιβεβαιώθηκε.
Καλύτερη παρέα από αυτή, γι΄ αυτό το επικίνδυνο ταξίδι, δεν θα μπορούσε να βρει.
Με βαριά ελληνικότατη προφορά χαιρετά στην αγγλική, τοποθετεί τη βαλίτσα του επάνω στη σχάρα και κάθεται απέναντί τους.

Η ώρα της αναχώρησης έχει φτάσει. Οι υπάλληλοι του σταθμαρχείου κλείνουν τις πόρτες και ο σταθμάρχης δίνει στον μηχανοδηγό το σήμα της αναχώρησης. Δύο οξεία σφυρίγματα και ο μουντζούρης κυλάει αργά - αργά στις ράγες, αφήνοντας πίσω του σύννεφα καπνού.
Εκείνος ανοίγει αμήχανα ένα εικονογραφημένο περιοδικό και κάνει πως διαβάζει, ρίχνοντας φευγαλέες ματιές από το παράθυρο στα σπίτια και τα δένδρα που φαίνονται ότι κινούνται με ταχύτητα προς την αντίθετη από το τραίνο κατεύθυνση. Που και που ρίχνει και καμιά διακριτική ματιά προς τους συνταξιδιώτες του. Τους συλλαμβάνει να έχουν τα ερευνητικά βλέμματά τους καρφωμένα κυριολεκτικά επάνω του.
Σκέφτεται ότι έτσι στα μουγκά δεν θα μπορούν να περάσουν τριάντα τέσσερις ώρες ταξίδι. Κάποιος θα πρέπει να κάνει την αρχή, να πει κάτι και σιγά - σιγά να σπάσει ο πάγος. Θέλει να κάνει εκείνος την αρχή, να δείξει φυσιολογική συμπεριφορά και να είναι αυτός που θα έχει γενικά την πρωτοβουλία.
Υπάρχει βέβαια και το πρόβλημα της γλώσσας. Σε τι γλώσσα θα τους μιλήσει; Τα σπασμένα Αγγλικά του δεν είναι αρκετά. Αφήστε που έτσι κινδυνεύει να αποκαλυφθεί και η πραγματική του ταυτότητα.
Σύμφωνα με το διαβατήριό του, είναι Έλληνας που είχε γεννηθεί στο Κάϊρο από Έλληνες γονείς και ασκεί το επάγγελμα του υαλουργού στην πατρική επιχείρηση.
Είναι γνωστό ότι, κατά κανόνα οι αιγυπτιώτες Έλληνες, μιλούν πολλές γλώσσες, όπως: Αγγλικά, Αραβικά, Γαλλικά, Ιταλικά. Είναι δυνατόν να έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στο Κάϊρο και να μην γνωρίζει καμία ξένη γλώσσα; Αλλά και τα ελληνικά του για κάποιον που γνωρίζει, δεν μαρτυρούν Έλληνα που έχει γεννηθεί και ζει στο εξωτερικό. Βέβαια έχει φροντίσει να περιλάβει στο λεξιλόγιό του χαρακτηριστικές λέξεις και εκφράσεις που χρησιμοποιούν οι αιγυπτιώτες Έλληνες και έχει πλουτίσει τις γνώσεις του με πληροφορίες για τη ζωή και τη γεωγραφία της πόλης, στην οποία υποτίθεται γεννήθηκε και ζει.
Το πρόβλημα είναι μέχρι να περάσει τον έλεγχο διαβατηρίων και να βγει από τα ελληνικά σύνορα. Μέχρι τότε όμως έχει ακόμη εννιά ώρες ταξίδι και πρέπει να παίξει πειστικά το ρόλο του, ώστε να μην αποκαλυφθεί. Προέχει να περάσει τους ελέγχους, να έχει βγει από τα Ελληνο - Γιουγκοσλαβικά σύνορα και τότε δεν θα έχει πια κανένα λόγο να κρύβει την πραγματική του ταυτότητα.
Κάθε λίγο κοιτάζει διακριτικά το ρολόι του, του οποίου οι δείκτες λες και έχουν κολλήσει και αρνούνται πεισματικά να μετακινηθούν. Τα λεπτά μοιάζουν να διαρκούν ώρες.
Θέλει να σπρώξει το χρόνο όσο πιο γρήγορα γίνεται. Να έρθει ο έλεγχος διαβατηρίων και ότι είναι να γίνει, ας γίνει. Όλα τα έχει υπολογίσει.
Τη διέξοδο την έδωσε το χαριτωμένο κοριτσάκι που λες και έχει διαισθανθεί τη δύσκολη θέση του και αναζητούσε τον τρόπο να τον διευκολύνει.
Η μικρούλα καθόταν δίπλα στη μητέρα της και έπαιζε με μία κούκλα. Καθώς τη χόρευε, της έφυγε από τα χέρια και έπεσε στα πόδια του. Αυτό ήταν. Με μιας εκείνος σκύβει πιάνει την κούκλα και με ένα πλατύ χαμόγελο την δίνει στο κοριτσάκι, ανοίγοντας με κοινότυπες ερωτήσεις, διάλογο μαζί του, που γρήγορα οδηγεί σε μια πολύ ευχάριστη και χαρούμενη ατμόσφαιρα.
Ο πάγος έχει σπάσει. Η μικρούλα στο πρόσωπο του Σωτηράκη βρήκε μια ευχάριστη παρέα και κάποιον να παίζει μαζί της. Ενώ εκείνος επινοούσε διάφορα παιχνίδια και δήθεν ταχυδακτυλουργικά κόλπα, που να κεντρίζουν το ενδιαφέρον της μικρούλας, ανακάλυπτε τα ερευνητικά μάτια των συνταξιδιωτών του, να είναι καρφωμένα επάνω του, προσπαθώντας να ανιχνεύσουν την προέλευσή του, το ρόλο του και τον πραγματικό σκοπό του ταξιδιού του. 
Πού και που τον ρωτούν για τη δουλειά του, για τη ζωή των Ελλήνων στην Αίγυπτο, για την κατάσταση στην Ελλάδα. Με τις απαντήσεις του, δίνει σκόπιμα την εντύπωση ενός απολίτικου νέου, που το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η δουλειά του και η καλοπέρασή του. Δεν διαβάζει εφημερίδες, δεν παρακολουθεί ειδήσεις, δεν τον ενδιαφέρει η πολιτική, είναι θεοφοβούμενος και ρατσιστής.
Κάπως έτσι κύλησε η οχτάωρης διάρκειας διαδρομή μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Στο σταθμό της Θεσσαλονίκης, ανάμεσα στο πλήθος των ταξιδιωτών, ήταν και πολλοί ένστολοι χωροφύλακες, μερικοί από τους οποίους επιβιβάστηκαν μαζί με τους επιβάτες, προκειμένου στη διαδρομή μέχρι τα σύνορα, να διενεργήσουν τον έλεγχο των διαβατηρίων.
Η μικρή ακούραστη, χαιρόταν που κάποιος της είχε αποκλειστικά αφοσιωθεί, έπαιζε μαζί της και της διηγιόταν παραμύθια, μάλιστα με ιδιαίτερη εκφραστικότητα και τέτοια παραστατικότητα, που την έκανε να τον παρακολουθεί με  ιδιαίτερη προσοχή και αδιάπτωτο ενδιαφέρον.
Όταν τέλειωνε το ένα παραμύθι η μικρούλα του ζητούσε επίμονα να της διηγηθεί και άλλο, και άλλο, μέχρι που εξάντλησε όλο του το ρεπερτόριο. Τότε κατέφυγε σε αυτοσχεδιασμούς και σε παραλλαγές παραμυθιών που της είχε ήδη διηγηθεί ενωρίτερα.
Της διηγιόταν ένα αστείο παραμύθι δικής του έμπνευσης και εκείνη είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια, όταν λίγα λεπτά αφότου η αμαξοστοιχία είχε αναχωρήσει από το σταθμό της Θεσσαλονίκης, μπαίνουν στο κουπέ δύο χωροφύλακες και ζητούν τα διαβατήρια.
Ο Σωτηράκης με ψυχραιμία και φυσικότητα, τραβάει το διαβατήριο από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του που είναι κρεμασμένο στο κρεμαστάρι δίπλα στο παράθυρο, το δίνει στο χωροφύλακα και υπακούοντας στις παρακλήσεις της μικρούλας, συνεχίζει τη διήγηση του αυτοσχέδιου παραμυθιού, από το σημείο που το είχε διακόψει όταν μπήκαν οι χωροφύλακες.
Οι χωροφύλακες ξεφύλλισαν τα διαβατήρια του ζευγαριού, έλεγξαν την ταυτοπροσωπία, έβαλαν τη σφραγίδα εξόδου και τους τα παρέδωσαν με την ευχή να έχουν ένα καλό ταξίδι.
Το διαβατήριο του Σωτηράκη όμως το πήραν μαζί τους, χωρίς να του πουν για ποιο λόγο. Εκείνος ούτε που τους ρώτησε, αλλά συνέχισε τη διήγηση του αυτοσχέδιου παραμυθιού, αφήνοντας τα πράγματα να εξελιχθούν από μόνα τους.
Οι χτύποι της καρδιάς του βέβαια είχαν φθάσει στα ύψη. Το καμουφλάζ όμως της προσποιητής ηρεμίας και αυτοκυριαρχίας, έκρυβε με επιμέλεια τα πραγματικά αισθήματα ανησυχίας, γιατί όχι και του φόβου που πραγματικά αισθανόταν. Οι συνεπιβάτες του όμως, το έβλεπε άλλωστε, κοιτάζονταν κάπως παράξενα. Έδειχναν να είχαν υποψιαστεί ότι κάτι συμβαίνει. Για να το διασκεδάσει κάπως και να τους λύσει την απορία, τους ανέφερε έναν λογικοφανή πιθανό λόγο για την παρακράτηση του διαβατηρίου του. Τον έλεγχο της στρατολογικής του κατάστασης, μια και ήταν σε στρατεύσιμη ηλικία. Η δικαιολογία αυτή φάνηκε να τους πείθει και το πράγμα έμεινε προσωρινά εκεί.
Η διαδρομή Θεσσαλονίκη - σύνορα του φαίνεται ατέλειωτη. Έχει την αίσθηση ότι το τραίνο έχει μειώσει στο ελάχιστο την ταχύτητα για να παρατείνει την αγωνία του. Εκείνος εξακολουθεί να απασχολείται με τη μικρή, ενώ από το νου του περνούν σκηνές που θα επακολουθήσουν, αν, πράγμα που έχει αποδεχτεί σαν πολύ πιθανό, αποκαλυφθεί το πραγματικό του πρόσωπο.
Βλέπει να τον συλλαμβάνουν, να του περνούν χειροπέδες να τον σπρώχνουν σε ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο και να τον μεταφέρουν στα κρατητήρια της ΕΣΑ στη Θεσσαλονίκη. Τον κατεβάζουν και σηκωτό τον πάνε στον αξιωματικό υπηρεσίας, ένα ντερέκι κοντά στα δύο μέτρα ύψος με πρόσωπο μαυριδερό και άγριο. Τον απειλούν ότι δεν θα βγει ζωντανός αν δεν τους πει ποιος πραγματικά είναι και δεν αποκαλύψει τα μέλη της οργάνωσης στην οποία ανήκει. Εκείνος αρνείται. Τον δέρνουν άγρια, τον κατεβάζουν στο υπόγειο και τον πετάνε αιμόφυρτο σε ένα υγρό, σκοτεινό, βρώμικο κελλί.
Έχει χάσει την αίσθηση του χρόνου. Κάποια στιγμή τον ανεβάζουν και τον οδηγούν μπροστά στο διοικητή, έναν χοντρό, μετρίου αναστήματος με τραχύ πρόσωπο που στις επωμίδες του έφερε το βαθμό του λοχαγού. Τον προστάζει να καθίσει σε μια ξύλινη καρέκλα μπροστά στο γραφείο του και σε ύφος αυστηρό του λέει: «Το καλό που σου θέλω πέστα όλα τώρα και με το καλό, διαφορετικά θα σε παραδώσω στην ειδική ανακριτική ομάδα και εκεί θα τα ξεράσεις όλα όσα ξέρεις και δεν ξέρεις, όπως και όλοι όσοι έκαναν σαν και σένα τον σκληρό».
Και ενώ εκείνος είναι βυθισμένος σε αυτές τις οδυνηρές σκέψεις και τις μακάβριες εικόνες, τα μεγάφωνα αναγγέλλουν την άφιξη της αμαξοστοιχίας στο συνοριακό σταθμό της Ειδομένης.
Το τραίνο θα παραμείνει στο σταθμό για δέκα περίπου λεπτά. Στο διάστημα αυτό θα αποβιβαστούν οι χωροφύλακες ελέγχου των διαβατηρίων και θα αντικατασταθεί η ατμομηχανή από άλλη των Γιουγκοσλαβικών Σιδηροδρόμων.
Η αγωνία του έχει κορυφωθεί, πιστεύει ότι όλα τέλειωσαν εδώ. Και ενώ η καρδιά του πάει να σπάσει, προσπαθεί να δείχνει ήρεμος και αδιάφορος. Ουσιαστικά έχει αποδεχτεί πια τη μοίρα του, όταν ακούει δυο τρεις φορές να φωνάζει κάποιος από το διάδρομο το πλαστό του όνομα, εκείνο δηλαδή που αναγραφόταν στο διαβατήριο.
Μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι αυτός που φώναζαν ήταν εκείνος, ο χωροφύλακας είχε φτάσει στο κουπέ. Του παραδίδει το διαβατήριο και του εύχεται καλό ταξίδι και φεύγει βιαστικά να κατέβει από το τραίνο που ήδη έχει σφυρίξει και κυλάει αγκομαχώντας αργά - αργά στις ράγες.  Έτσι ο χωροφύλακας δεν είχε την ευκαιρία και αν ακόμη είχε γνώσεις ψυχολογίας, να διαβάσει στο πρόσωπο του δραπέτη την απότομη μεταβολή του ψυχισμού του.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το διαβατήριο πέρασε από ψηλό κόσκινο για τη γνησιότητά του. Άλλωστε αυτός ήταν και ο λόγος που το κράτησαν. Προφανώς για να διαπιστώσουν αν το όνομα του κατόχου, περιλαμβάνεται στις λίστες των καταζητούμενων και γενικά των προσώπων των οποίων έχει απαγορευτεί ή έξοδος από τη χώρα. Ευτυχώς όμως όλα εξελίχθηκαν κατ΄ ευχήν. 
Η αμαξοστοιχία κινούμενη με χαμηλή ταχύτητα μπαίνει στη νεκρή ζώνη των Ελληνογιουγκοσλαβικών συνόρων. Ο Σωτηράκης με ένα πλατύ χαμόγελο ικανοποίησης πετάγεται ξαφνικά από τη θέση του, κατεβάζει το παράθυρο και χαιρετάει με ενθουσιασμό τους Γιουγκοσλάβους φρουρούς. Οι συνεπιβάτες του τον βλέπουν να αντιδρά έτσι και στην κυριολεξία τα χάνουν.
Δεν κρατιέται, θέλει να αποκαλυφθεί. Να τους εξηγήσει ποιος πραγματικά είναι, από που είναι και που πηγαίνει και για ποιο σκοπό και να δώσει τέλος στο θέατρο που με τόση επιτυχία έπαιζε όλες αυτές τις ώρες, αφού άλλωστε στη διάρκεια της διαδρομής διερεύνησε τις διαθέσεις τους απέναντι στο στρατιωτικό καθεστώς.
Βγαίνει από το κουπέ και κατευθύνεται στο βαγόνι-εστιατόριο, παίρνει θέση προς την κατεύθυνση που κινείται το τραίνο και περιμένει να περάσει ο σερβιτόρος να πάρει παραγγελία. Δεν θέλει τόσο να φάει και να πιει, όσο να χαλαρώσει και κυρίως να περάσει η ώρα, ώστε να έχει προχωρήσει το τραίνο βαθιά στο Γιουγκοσλαβικό έδαφος και τότε να επιστρέψει στο κουπέ και να ικανοποιήσει τη δικαιολογημένη περιέργεια των συνεπιβατών του, δίδοντας κάποιες εξηγήσεις για τις ανεξήγητες όσο και ξαφνικές αντιδράσεις του. Παραγγέλλει δύο μπύρες και μία πικάντικη ομελέτα με καυτερά σέρβικα λουκάνικα και φανερά ικανοποιημένος για την αίσια έκβαση της επιχείρησης «απόδραση», προσπαθεί μέσα από το παράθυρο να διακρίνει το άγνωστο μέλλον του στο σκοτάδι της ανοιξιάτικης νύχτας…!

Απόσπασμα από το βιβλίο του Τάκη Κωνσταντινόπουλου  «Στην Κόλαση με Θέα στον Παράδεισο»


created @ westweb and kentri