«ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΜΕ ΘΕΑ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ»
Περιγραφή
"Στον παράδεισο όλα είναι παραμυθένια. Ανέσεις, πολυτέλεια, απολαύσεις χωρίς να καταβάλει κανείς έστω και τον ελάχιστο κόπο. Φαγητά, λιχουδιές, υπηρεσίες α λα καρτ, εντελώς δωρεάν και για πάντα. Εκεί όλοι κάθονται και απολαμβάνουν, όπως στην επίγεια ζωή οι πλούσιοι στα υπερπολυτελή ξενοδοχεία σε εξωτικά νησιά.
Στην κόλαση τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Επικρατεί στενότητα και συνθήκες γήινες. Διαρκής αγώνας, άγχος, πόνος και ταλαιπωρία για πάντα".
Εκείνος άκουγε χωρίς να διακόπτει τη σεβάσμια μορφή, που συνέχισε να του λέει.
"Σπάνια μιλάω έτσι όπως μίλησα σε σένα. Μου έκανε εντύπωση η αυθεντικότητά σου, η ειλικρίνεια που εκπέμπεις, η αποφασιστικότητά σου και αυτό το εκτίμησα. Θα μπορούσα να σε στείλω στον παράδεισο. Εσύ όμως είσαι άνθρωπος της δράσης και εκεί θα σου είναι όλα ανιαρά και πληκτικά.
Θα σου δώσω μια ξεχωριστή θέση στην κόλαση αλλά με θέα στον παράδεισο. Μια θέση ανάλογη με αυτή που είχες και στην επίγεια ζωή σου".
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΠΟΝΙΚΟΣ (καθ. Πανεπιστημίου Πάτρας) - Από την παρουσίαση του βιβλίου «ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΜΕ ΘΕΑ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ» Στο βιβλίο του «Στην Κόλαση με Θέα τον Παράδεισο», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ορφέας (2004), ο Τάκης Κωνσταντινόπουλος, δεν ενδιαφέρεται τόσο να στήσει μια λογοτεχνική μορφή, όσο να διακηρύξει ένα πιστεύω. Φαίνεται ότι, στην προκειμένη περίπτωση, ο ρόλος του εμπνευστού ήταν δυνατότερος από την περίσκεψη του μυθιστοριογράφου. Εκ πρώτης όμως όψεως, το βιβλίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα Bildungsroman, όπως το χαρακτηρίζουν οι Γερμανοί, δηλαδή ένα «διαπλαστικού-διαμορφωτικού χαρακτήρα» μυθιστόρημα ή επί το αγγλοσαξωνικότερο, ένα coming-of-age-novel, δεδομένου ότι, περιγράφει την ανάπτυξη και εξέλιξη του πρωταγωνιστού από την παιδική ηλικία, στην εφηβεία και την ολοκλήρωση σε ώριμο άνδρα. Επιλέγω δύο πολύ σημαντικά έργα του Αλέξανδρου Κοτζιά την « Πολιορκία» και την «Αντιποίηση αρχής». Στην «Πολιορκία» ο Κοτζιάς δείχνει πως ένας ασήμαντος άνθρωπος, σαν αυτούς που περιγράφει ο συγγραφέας του βιβλίου που σχολιάζουμε, γίνεται συνεργάτης των Γερμανών και στην πανικόβλητη προσπάθειά του ν΄αποφύγει την εκδίκηση των θυμάτων του μπλέκεται όλο και περισσότερο σ΄ένα φαύλο κύκλο αίματος. Βίοι παράλληλοι με τα καθάρματα που στιγματίζει ο συγγραφέας της «Κόλασης». Κεντρικό πρόσωπο στο άλλο βιβλίο του Κοτζιά την«Αντιποίηση αρχής», ένας χαφιές της Χούντας, σαν κι΄αυτούς που παρακολουθούσαν τους ξενιτεμένους στη Γερμανία συντρόφους του Σωτηράκη της «Κόλασης», ένα αξιοθρήνητο ανθρωπάκι που πάνω στη λιγοστή δοτή εξουσία του οικοδομεί ένα διάτρητο προσωπικό μύθο δύναμης, προσπαθώντας ν΄αγνοήσει τον καρκίνο που τρώει τόσο το σώμα όσο και την ψυχή του. Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε την ανάλυση της διακειμενικότητας στο βιβλίο για το οποίο συζητάμε διότι η πλοκή του και τα στιγμιότυπα που περιγράφει επιτρέπουν ένα μεγάλο αριθμό συνειρμικών λογοτεχνικών παραπομπών. Και αυτό, όπως κατά κανόνα εκτιμάται, είναι στα υπέρ του έργου. Θα αρκεστώ να πω ότι μέσα από τις σελίδες της «Κόλασης» παρελαύνουν ο « ίππος χλωρός» της Μιλλιέξ, η «Ορθωκοστά» του Βαλτινού, η «Αρχαία σκουριά» της Δούκα, ο Χρόνης Μίσσιος, η Κωστούλα Μητροπούλου και πολλοί άλλοι. Κυρίως όμως, παρελαύνει ο ίδιος ο ελληνικός λαός που, εκτός από τα γήπεδα, αναστενάζει και στους σιδηροδρομικούς σταθμούς του βιβλίου, τους σιδηροδρομικούς σταθμούς όλης της Ευρώπης, πάντα διωγμένος από μία πατρίδα θηριώδη, τρέχοντας πίσω από στοιχειωμένα όνειρα και ξεθωριασμένες αναμνήσεις, υπακούοντας στο πρόσταγμα ιδεών και αξιών που στρέφονται όλο και πιο πολύ εναντίον του. Πιστεύω όμως ότι ήρθε η ώρα να με ρωτήσετε ποιο είναι το κατ΄ εξοχήν θέμα του βιβλίου. Είναι σαφές ότι το κεντρικό θέμα του βιβλίου βρίσκεται στον τίτλο του, για να μην πω στις τελευταίες πέντε σελίδες, που κατά την άποψή μου είναι «όλα τα λεφτά» του βιβλίου. Είναι η περιγραφή της ανόδου του Σωτηράκη, μετά το θάνατό του, στον τόπο της τελικής κρίσης, μετά από μια διαδρομή μέσα από μυριάδες πυρακτωμένα άστρα και γαλαξίες. Η περιγραφή θυμίζει μιθραϊκή αφήγηση (ο θεός Μίθρα από την Περσία) και πέρασμα από τις επτά ουράνιες σφαίρες για ν΄αποβάλλει ο ταξιδιώτης σε κάθε μια την ανάλογη κακία: στον Ήλιο, την περηφάνεια, Η διαδρομή προς τον ανώτατο κριτή ελέγχεται από σύγχρονα συστήματα υψηλής τεχνολογίας που αβίαστα παραπέμπουν σε μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας. Και εδώ, όπως και σε πολλά άλλα σημεία του βιβλίου, ο συγγραφέας δηλώνει την αντίθεσή του προς το σύγχρονο τεχνολογικό θαύμα («εγώ βέβαια αντιστέκομαι ακόμη στην εισβολή της τεχνολογίας», παρατηρεί η σεβάσμια ανθρώπινη μορφή «με τη ρομφαία στο χέρι»). Ας μου επιτρέψει, στο σημείο αυτό, ο συγγραφέας να παρατηρήσω, με τη σειρά μου, ότι οι αφορισμοί προς τους οποίους ο ίδιος Ο Σωτηράκης θα περάσει τελικά την αριστερή πόρτα με την προειδοποίηση ότι θα ακολουθήσει μία σειρά αυστηρότατων κρίσεων και δοκιμασιών που συνιστούν το τελικό στάδιο κρίσεων, και το οποίο «ελάχιστοι καταφέρνουν να περάσουν» - σαφής υπαινιγμός του συγγραφέα του βάρους της αριστερής ταυτότητας και τι συνεπάγεται για τον φορέα ο αμφιλεγόμενος επί των ημερών μας χαρακτηρισμός – όσοι περνάνε το τελικό στάδιο των κρίσεων, γράφει το βιβλίο, πάνε σ΄αυτό που στην επίγεια ζωή αποκαλούν παράδεισο. Όλοι οι άλλοι πάνε σ΄αυτό που το Εδώ δημιουργούνται αναπόδραστα αρκετά ερωτήματα. Που θα τοποθετούσαμε τοπογραφικά τη συγκεκριμένη αυτή θέση; Ενώ η τοπογραφία του κόσμου έχει αλλάξει ριζικά από την εποχή του Κοσμά του Ινδικοπλεύστη, οι αντιλήψεις των πολλών για την τοπογραφία της κόλασης έχουν κολλήσει κάπου εκεί. Το πολύ-πολύ να φθάνουν μέχρι τον Δάντη. Από τότε, όμως υπήρξε κι ο Μilton και ο Blake και οι ρομαντικοί και ο Άγιος Ντοστογιέφσκι και η άμμος της παράλογης θάλασσας του εικοστού αιώνα. Οι σύγχρονοι ψυχαναλυτές / ψυχοπλεύστες θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι οι Κολόμβοι της νεότερης κόλασης. Τι εννοώ; Εννοώ ότι, σε απόλυτη συμφωνία με ένα από τα κορυφαία θέματα του βιβλίου, αν όχι το κορυφαίο, αν επιχειρήσει κανείς να απεικονίσει την τοιχογραφία της τρέχουσας βαρβαρότητας θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν ρυθμιστικές διαβαθμίσεις μες στη συνολική, ομόκεντρη κοινωνική τους διάταξη. Ανάλογο του ομόκεντρου αυτού σύγχρονου εφιαλτικού κοινωνικού σύμπαντος είναι η κόλαση. Στις φαντασιώσεις ακριβώς της κόλασης βρίσκουμε τη σύγχρονη διαβαθμισμένη τεχνολογία του πόνου χωρίς νόημα, της κτηνωδίας χωρίς σκοπό, της μάταιης φρίκης. Η φρίκη της σύγχρονης καθημερινότητας στις διάφορες εκφάνσεις και εκδοχές της – αυτή η κοχλάζουσα ψηλαφητή πραγματικότητα που καίει ανθρώπους και διαμελίζει αξίες και υποστάσεις – έχει καταστήσει την κόλαση ενύπαρκτη. Πραγματοποιεί τη μεταφορά της κόλασης από τα έγκατα της γης στην επιφάνειά της. Αυτό, κατά την άποψή μου, είναι ένα από τα σημαντικότερα μηνύματα του βιβλίου. Πολλά γράφτηκαν για τη σύγχυση και τη μοναξιά του ανθρώπου αφ΄ ότου χάθηκε από την ενεργό πίστη ο Παράδεισος. Φαίνεται όμως ότι ο ισχυρότερος κλυδωνισμός θα ήταν η απώλεια της κόλασης. Να μην έχεις ούτε παράδεισο ούτε κόλαση σημαίνει να είσαι αφόρητα στερημένος και μόνος σ΄έναν επίπεδο κόσμο. Αποδείχτηκε ότι από τα δύο ήταν ευκολότερο να ανασυσταθεί η κόλαση. Την κόλαση, ακριβώς επειδή τη χρειαζόμαστε, μάθαμε να τη λειτουργούμε στη γή. Έτσι εγώ ερμηνεύω την κόλαση του βιβλίου για το οποίο μιλάμε απόψε. Δεν θα αποτελούσε υπερβολή να ισχυριστούμε ότι η σύγχρονη βαρβαρότητα που βιώνουμε σηματοδοτεί μια δεύτερη πτώση, την οποία θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε σαν εθελουσία έξοδο από τον Κήπο με τη βοήθεια, όπως καταγγέλλει ο συγγραφέας και όλων αυτών που είχαν επωμισθεί την ευθύνη της συντήρησής του. Κόλαση, αγαπητοί φίλοι, είναι η υπόσχεση που δεν κρατήθηκε, ο παράδεισος που δεν άνοιξε. Μα υπάρχει παράδεισος; Την ανθρωπότητα και ιδιαίτερα την ιστορία της λογοτεχνίας το ερώτημα του παραδείσου την απασχολεί από αρχαιοτάτων χρόνων. Φαίνεται, όμως, ότι παρά τις καταχωρημένες ιστορικά συναρπαστικές περιγραφές ούτε οι «Ημέρες και Έργα» του Ησιόδου, ούτε η «Μεταμόρφωση» του Οβιδίου ή η «Τέταρτη Εκλογή» του Βιργιλίου αλλά ούτε και οι διάφορες εκδοχές των «Χριστιανικών Επιγείων Παραδείσων», ή η «Πολιτεία» του Πλάτωνος, ή έστω οι παράδεισοι των Εβραίων Προφητών, η ακόμα, η «Ουτοπία» του Thomas Μore, η «Τρικυμία του Gulliver» του Swift, ή τέλος η Ρώτησαν κάποτε τον Χότζα που είναι ο παράδεισος, κι αυτός απάντησε λέγοντας: Θα σας πω που δεν είναι: Δεν είναι εκεί όπου ο Δερβίσης αναζητά του ευνούχου την αγνότητα και ο ευνούχος του Δερβίση τα΄αρχίδια. Ίσως αγαπητοί μου φίλοι, δεν υπάρχει παράδεισος. Κι αν υπάρχει, είναι η αρχοντιά να μην φοβάσαι να τον χάσεις. Αυτό που υπαινίσσεται στο βιβλίο του ο συγγραφέας είναι ότι οι Θεοί και οι δαίμονες μπορεί να μοιράζονται τους καλούς και τους κακούς κανόνες. Όμως, την εξαίρεση την προσφέρει μονάχα ο άνθρωπος. Θα μπορούσε ο Σωτηράκης να πάει στον Παράδεισο – αν υπήρχε; Η απάντηση είναι: όχι βέβαια. Σ΄έναν κόσμο κινήτρων, ανάμεσα στην κόλαση και τον παράδεισο, ο Σωτηράκης είναι σαφές ότι προτιμά την κόλαση. Και τούτο διότι ο παράδεισος μυρίζει εξαγορά. Άλλωστε, το βιβλίο φαίνεται να λέει ότι στην κόλαση βρίσκεται η ελπίδα ψηγμάτων παραδείσου. Στον παράδεισο ευρίσκεται η βεβαιότητα τόνων αποβλάκωσης. Συμπέρασμα: Ούτε κόλαση, ούτε παράδεισος: Μόνο καθαρτήριο που αποδέχεσαι (όπως ο Σωτηράκης) και καθαρτήριο που αρνείσαι. Η θέα, Αγαπητοί φίλοι είναι ο χαμένος παράδεισος των νεανικών ονείρων του Σωτηράκη. Ο ορθολογιστής και ρεαλιστής Σωτηράκης δεν πιστεύει σε ουτοπικά σχήματα παρά μόνο στην ουτοπία των νεανικών του οραματισμών τους οποίους επιθυμεί να διατηρήσει ακέραιους, ζωντανούς και ορατούς. Και αυτούς θα επιμείνει να θεάται από την προνομιούχο θέση που του παραχωρείται στον χώρο που οδηγεί η αριστερά πόρτα της κόλασης. Ο Σωτηράκης, και ο οποιοσδήποτε Σωτηράκης, ενδιαφέρεται – ακόμα και στην κόλαση – να διατηρήσει το όνειρο ζωντανό. Κλείνω με μία ακόμη παρατήρηση: Το βιβλίο ο συγγραφέας το αφιερώνει στη γυναίκα του. Της το οφείλει. Το ερώτημα που υποβάλλω εγώ είναι: σε ποιους το απευθύνει; Η αίσθησή μου είναι, ότι το απευθύνει σε όλους κατά λάθος επαναστάτες, αυτούς που είναι αντικομφορμιστές γιατί υπακούουν στη φύση τους και όχι σε κάποια ιδεολογία, αυτούς που οιστρηλατούν τους άλλους όχι με την υστεροβουλία της επίτευξης κάποιου πολιτικού ή θρησκευτικού σκοπού, αλλά επειδή είναι οι ίδιοι οιστρήλατοι, αυτούς που ανάβουν φωτιές με προσάναμμα την ψυχή τους, αυτούς που χάνουν όλες τις μάχες και τελικά κερδίζουν τον πόλεμο
Πάτρα, 28 Απριλίου 2004
Το βιβλίο, εν ολίγοις, περιγράφει το βίο και την πολιτεία ενός παιδιού, του Σωτηράκη, που γεννιέται σε ένα ορεινό χωριό της Πελοποννήσου, βιώνει τις βαρβαρότητες της περιόδου της Κατοχής των Γερμανών, τις αθλιότητες της εμφυλιοπολεμικής περιόδου, τις προκαταλήψεις του συντηρητικού μικροαστισμού της επαρχίας των δεκαετιών του ΄50 και του ΄60 και την προοδευτική πνευματική ωρίμανση, συμπεριλαμβανομένης και της διαμόρφωσης μιας πολιτικής συνείδησης, μέσα από μια πληθώρα εμπειριών στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, την Ελλάδα των
συνταγματαρχών της περιόδου 1967 – 1974, τη Δυτική Γερμανία που τον δεξιώθηκε για ένα διάστημα και την Ελλάδα της μεταπολίτευσης, μέχρι των ημερών μας.
Κλασικό παράδειγμα Bildungsroman είναι το ημιαυτοβιογραφικό αριστούργημα του Dickens "The Personal History and Experience of David Coperfield".
Το βιβλίο του Dickens αρχίζει με ένα κεφάλαιο με τίτλο "I am born" και τελειώνει με το κεφάλαιο “A Last Retrospect”, στο οποίο ο αφηγητής / πρωταγωνιστής βλέπει τον εαυτό του.....”on a journey along the road of life” ( «ένα ταξίδι κατά μήκος της λεωφόρου της ζωής»). Κρατείστε αυτή τη λεπτομέρεια, όπως σημειώστε και το γεγονός, ότι στο Bildungsroman, αν και ο πρωταγωνιστής, συνήθως αποκτά προοδευτικά μία επίγνωση του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί ο κόσμος, συχνά αποφασίζει να υιοθετήσει μία στάση ζωής κάπως, έξω από τις συνήθεις κοινωνικές συμβάσεις και νόρμες.
Είναι όμως «Η Κόλαση με Θέα τον Παράδεισο» μόνο ένα Bildungwroman;
Το πιο ασυγχώρητο αμάρτημα στην Ελλάδα είναι να λες φανερά αυτό που όλοι σκέφτονται κρυφά.
Υπό την έννοια αυτή ο συγγραφέας της «κόλασης» αμαρτάνει. Στην ποινή όμως που του επιβάλλεται, του αναγνωρίζεται ως ελαφρυντικό το θάρρος του τολμητία.
Τι εννοώ με αυτό;
Εννοώ, ότι ήρωας του βιβλίου , ο Σωτηράκης, που φυσικά δεν είναι άλλος από τον ίδιο το συγγραφέα, ένα ανυπότακτο άτομο, το οποίο πασχίζει να κρατήσει ανόθευτη την προσωπική του στάση, αποδεικνύει, ως αυθεντικός αντικομφορμιστής, ότι το θάρρος να λέει κανείς δυσάρεστες αλήθειες, αποτελεί αρετή ελάχιστων ανθρώπων στην Ελλάδα, ακόμα και ανάμεσα σε εκείνους που επικαλούνται ολοένα την κριτική λειτουργία της διανόησης. Πιστεύω, ότι η παραχώρηση της «θέας προς τον παράδεισο» - αν και στην κόλαση – αποτελεί αναγνώριση προς τον
Σωτηράκη, της άρνησής του να αποδεχτεί στη ζωή του τον πιο συνηθισμένο τρόπο ομαδικής αυτοκτονίας, που είναι κονφορμισμός.
Ο Σωτηράκης φαίνεται να έχει αφομοιώσει τα λόγια του ποιητού:
«όποιος βρεθεί με άλογο
του μένει να τραβήξει για την ήττα
καβαλάρης»
Αυτό άφησε σαν υποθήκη ο Άρης Αλεξάνδρου στη συλλογή του « Άγονη Γραμμή».
Το βιβλίο είναι ένας καθρέφτης που μας δείχνει τα πράγματα που ξέρουμε όλοι. Δεν είναι ένας μεγεθυντικός φακός ή μια φωτογραφία με υπέρυθρο φως, που αποκαλύπτει αφανείς όψεις της πραγματικότητας.
Πρόκειται στην ουσία, όπως εγώ πιστεύω, για ένα πολιτικό ντοκουμέντο, όπου ο αντικομφορμιστής ήρωάς του, συγκρούεται σταθερά και συνεχώς με το «σύστημα», όχι από ανατρεπτική διάθεση, αλλά επειδή, απλούστατα, δεν μπορεί να διανοηθεί ότι υπάρχει κάτι τόσο νωθρό., μοχθηρό, αδίστακτο που λέγεται «σύστημα»
Το βιβλίο, λόγω της πληθώρας των υπαινικτικών αναφορών ή άμεσων τοποθετήσεων του συγγραφέα, μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι μια ανταπόκριση στις αγωνίες της σημερινής Ελλάδας, μια συμβολή στη διαμόρφωση μιας καινούργιας συνείδησης και ενός καινούργιου κώδικα αξιών, που τόσο επιτακτικά χρειάζεται ο Έλληνας για να πορευτεί στο σημερινό κόσμο.
Είναι το συγκεκριμένο βιβλίο, ένα ιδεολογικό βιβλίο;
Η λογοτεχνία υπερασπίζεται την πολυπλοκότητα της ζωής και ως εκ τούτου, είναι ξένη προς τα συντεταγμένα και κλειστά συστήματα που ονομάζουμε ιδεολογίες.
Αυτό όμως, δεν σημαίνει καθόλου, ότι η λογοτεχνία είναι ξένη προς τις ιδέες, τους σπασμούς που τις γέννησαν και τις περιπέτειες που η ζωή επιφυλάσσει στις ιδέες.
Στο βιβλίο υπάρχει αρκετή δόση ιδεολογίας. Όμως, δεν νομίζω, ότι το βιβλίο γράφτηκε για να προβάλλει ιδεολογία. Αυτό δεν σημαίνει, ότι ένα λογοτεχνικό έργο που γράφτηκε για να υπηρετήσει μία ορισμένη ιδεολογία, είναι απαραίτητα κακό. Αν όμως είναι καλό, δεν είναι επειδή υπηρετεί μία ορισμένη ιδεολογία.
Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε, ότι το πολύχρωμο χάος της σύγχρονης Ελλάδας, που σχολιάζει το βιβλίο, δεν απειλείται, τόσο από εκείνους που θέλουν να του βάλουν κάποια τάξη, όπως ο Σωτηράκης, όσο από εκείνους που θέλουν να το αναγάγουν σε ιδεολογία. Αυτούς , δηλαδή, που απεργάζονται μια καλογερική ομοιομορφία. Δεν νομίζω ότι αυτή είναι η πρόθεση του συγγραφέα.
Θεματολογικά, το βιβλίο ανήκει, βεβαίως, στην κατηγορία των λεγόμενων «ιστορικο (αυτό)βιογραφικών μυθιστορημάτων», όπου ο συγγραφέας ταυτίζεται με έναν από τους ήρωές του ή τον κεντρικό ήρωά του και μέσα από τη διαδρομή του κεντρικού αυτού ήρωα, καλύπτεται μια σημαντική περίοδος της νεοελληνικής ιστορίας. Δεν μιλάμε φυσικά για λογοτεχνική παρελθοντολογία\, διότι το προσωπικό αυτοβιογραφικό στοιχείο είναι έντονο εδώ.
Θα πρέπει όμως, να τονίσουμε, ότι η ετεροχρονισμένη και εξοντωτική κριτική που ασκεί ο συγγραφέας στο «σύστημα» δεν θα πρέπει να ερμηνευτεί ως τάση αυτοδικαίωσης. Δεν θα πρέπει δηλαδή να θεωρηθεί, ότι πρόθεση του συγγραφέα, μέσα από την κριτική που ασκεί, είναι να δείξει, ότι αυτός ήταν ανέκαθεν ηθικά ακέραιος, ανώτερος από τους γύρω του, ολότελα άμοιρος ευθυνών για τα λάθη ή τις αθλιότητες που διαπράχθηκαν, ανθρώπινος σε μία απάνθρωπη εποχή, πονετικός ανάμεσα σε άπονους, σύνθετος ανάμεσα σε μονοδιάστατους, ασυμβίβαστος
ανάμεσα σε συμβιβασμένους.
Το επαναλαμβάνω: Σκοπός του βιβλίου δεν είναι η δικαίωση του παρελθόντος του συγγραφέα.
Στο βιβλίο ο συγγραφέας σχολιάζει μέρος της εποχής που περιγράφει, από σαφώς μεταγενέστερη (προφανώς σημερινή) σκοπιά. Όμως, δεν διαπράττει το λάθος να χρησιμοποιήσει τη χρονική απόσταση ως πρόσχημα και κατ’ αυτό τον τρόπο να νομιμοποιήσει τον εαυτό του, να ανασύρει από το παρελθόν ό,τι θέλει αυτός και να το παρουσιάσει όπως θέλει.
Στην «Κόλαση με Θέα τον Παράδεισο» αντανακλούν οι φλόγες από τις διάφορες μεγάλες φωτιές που έκαψαν τον Ελληνικό κόσμο τα τελευταία 50 χρόνια. Κατοχή, εμφύλιος, μετεμφυλιοπολεμική περίοδος, δικτατορία συνταγματαρχών, μεταπολίτευση, κύκλοι των χαμένων ευκαιριών, απογοήτευση.
Και ακριβώς στο σημείο αυτό, επιτρέψτε μου να σας υπενθυμίσω, ότι ο συγγραφέας – όποιος και κάποιοι άλλοι από εμάς- είναι παιδί της δεκαετίας του΄60 και νοιώθει έντονα στο πετσί του την απογοήτευση του «κύκλου των χαμένων ευκαιριών». Η γενιά του 1-1-4 δεν είναι υπερβολή να ισχυρισθούμε, ότι συνιστά ακόμα μία «γενιά ήττας» στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της χώρας.
Η δεκαετία του΄60 έχει μία μυθική αίγλη, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος του Δυτικού, τουλάχιστον, κόσμου. Ήταν, κατά κάποιο τρόπο, μία ιδανική εποχή, γεμάτη, ευφορία, αισιοδοξία, αμφισβήτηση των καθιερωμένων και δημιουργική έξαρση.
Τα τραγούδια του Θεοδωράκη και του Καζαντζίδη, ο Λαμπράκης, οι γιγαντιαίες λαϊκές κινητοποιήσεις, η «τίμια φτώχεια» και η λαϊκή λεβεντιά, ο Πέτρουλας και ο Παναγούλης – όλα αυτά τα στοιχεία, όλες αυτές οι μορφές της δεκαετίας του ΄60, είναι θρύλοι με αμείωτη ακτινοβολία, μόνιμα σημεία αναφοράς και μέτρο σύγκρισης, όποτε μιλάμε για τη σημερινή Ελλάδα. Αυτό θα πρέπει να το έχουμε συνεχώς στο μυαλό μας διαβάζοντας το συγκεκριμένο βιβλίο. Η δεκαετία του ΄60 έχει γίνει μύθος στη συνείδηση των νέων που βίωσαν τη φαντασμαγορία της.
Όταν στρέφουμε το βλέμμα προς αυτή τη βλέπουμε πάντα στο εκθαμβωτικό φως των συγκλονιστικών γεγονότων, που γράφονται με κεφαλαίο: Ανένδοτος, Ιουλιανά, 1-1-4, Χούντα. Η δεκαετία του ΄60, για τους νέους που την έζησαν, λογίζεται ως έσχατο όριο της εθνικής μας ταυτότητας, ως τελευταία «χρυσή εποχή» της ελληνικής ιδιοπροσωπίας και των ξεκάθαρων ελληνικών αξιών. Το γεγονός αυτό, δεν πρέπει να μας διαφεύγει. Στοιχειώνει, θα έλεγα, τη συνείδηση του ήρωα του βιβλίου και συνιστά ένα καθοριστικής σημασίας κλειδί ερμηνείας και κατανόησης
του τρόπου με τον οποίο ο συγγραφέας προσεγγίζει και σχολιάζει, πάντα μέσα από τη διαχρονική διαδρομή του ήρωά του, του Σωτηράκη, το ιδιόμορφο μωσαϊκό που συνθέτει η σημερινή ελληνική εθνική ταυτότητα, το σημερινό «ελληνικό ήθος».
Ποιο είναι το ιδιόμορφο αυτό μωσαϊκό και ποιο το ήθος;
Είναι μεταξύ άλλων, η κρίση και τελικά ο εξευτελισμός των πολιτικών ιδεολογιών, η επιβίωση λειψάνων από παλιότερες μορφές κοινωνικής οργάνωσης και συνείδησης, η διαιώνιση δύσκαμπτων θεσμών, ασυμβίβαστων με τους καινούργιους ρυθμούς ζωής, οι κοινωνικές ανισότητες, η σκληρή σύγκρουση ανάμεσα στο κράτος και το άτομο, οι απρόσωποι ανεξέλεγκτοι θεσμοί, είναι τρομοκρατία σε όλες τις εκδοχές. Είναι η ζώσα κοχλάζουσα πραγματικότητα που καίει ανθρώπους και διαμελίζει αξίες και υποστάσεις.
Συμπληρωματικό του ιδιόμορφου αυτού μωσαϊκού της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, είναι το σύγχρονο «ελληνικό ήθος» που συγκρούεται ακατάπαυστα με τις ευαισθησίες του πρωταγωνιστή του βιβλίου. Ας επισημάνουμε εδώ, ότι η τέλεια ιστορική ενσάρκωση του «ελληνικού ήθους» ήταν και παραμένει ο Αλκιβιάδης: πατριώτης και προδότης, γενναιόδωρος και άπληστος, αβρός και ωμός, αγέρωχος και ψοφοδεής – ένας χαρισματικός αμοραλιστής, που ζούσε μόνο μέσα σε ρόλους, χωρίς να ταυτίζεται με κανέναν. Τέτοιοι ανθρώπινοι τύποι,
εκφραστές ενός τρόπου ζωής της Ελληνικής κοινωνίας από την κορυφή ως τη βάση της κοινωνικής πυραμίδας, παράγονται αδιάκοπα, μας υπενθυμίζει το βιβλίο της «κόλασης». Από την ελληνική κουλτούρα και αποτελούν στόχο της αμείλικτης κριτικής του.
Και είναι αυτό ακριβώς το σημείο στο οποίο επιθυμών να κάνω μια παρατήρηση που έχει σχέση με τον τρόπο γραφής του συγγραφέα. Τι θέλω να πω:
Η ανάγνωση του βιβλίου αναδεικνύει δύο όψεις του συγγραφέα. Από τη μια έχουμε τον δοκιμιογράφο και αφορισμογράφο – συγγραφέα. Και από την άλλη τον λογοτέχνη – συγγραφέα.
Στην «Κόλαση με Θέα τον Παράδεισο» ο λογοτέχνης – συγγραφέας καταφέρνει συχνά να ξεφύγει από την επιτήρηση του στρυφνού, ηθικολόγου παιδαγωγού του και να κάνει τις σκανδαλιές του. Γίνεται ένα είδος Μr. Hyde που επισκιάζει κάθε τόσο τον καθωσπρέπει σιδερωμένο Δρα Jekyl/ δοκιμιογράφο – συγγραφέα. Όπου υπερισχύει ο συγγραφέας – Jekyl, λες και διαβάζουμε κείμενο αυστηρού κατηχητού. Όπου κλέβει την παράσταση ο συγγραφέας – Hyde, μας μεταδίνει την ευλυγισία και την αίσθηση ενός ενδιαφέροντος λογοτεχνικού κειμένου. Γι’ αυτό, αν μου
επιτρέπεται να δώσω μια συμβουλή στον συγγραφέα, θα του έλεγα, στις πιθανές λογοτεχνικές του απόπειρες ν’ αφήσει εντελώς ελεύθερο τον Mr. Hyde μέσα του.
Ας δούμε τώρα κάποιες άλλες πολύ σημαντικές, κατά την άοψή μου πλευρές του βιβλίου.
H έννοια της διακειμενικότητας αναπτύχθηκε, κυρίως, από τη Julia Kristeva στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 και στη δεκαετία του΄70. Η γενική έννοια της διακειμενικότητας είναι: Κάθε κείμενο κατασκευάζεται σαν μωσαϊκό από περικοπές, κάθε κείμενο είναι απορρόφηση και μετασχηματισμός ενός άλλου κειμένου. Κάθε κείμενο συνδέεται, με άλλα κείμενα του παρελθόντος ή σύγχρονα, με ποικίλους τρόπους και με συνειδητή επίγνωση. Κάθε βιβλίο έχει κάτω από πολλές επιστρωματώσεις στις οποίες ιχνηλατούνται πάμπολλα βιβλία του παρελθόντος, ακόμη και
του παρόντος.
Διαβάζοντας την «Κόλαση με Θέα τον Παράδεισο», αισθάνθηκα στις σελίδες του τον απόηχο άλλων κλασικών αριστουργημάτων της σύγχρονης πεζογραφίας μας, που αναφέρονται σε αντίστοιχες πετυχημένες περιγραφές του βιβλίου που συζητάμε απόψε και συνδέονται με μείζονες περιόδους της σύγχρονης ιστορικής Διαδρομής της χώρας, ή ακόμη – και το σημαντικότερο – κείμενα της μεταπολεμικής πεζογραφίας, τα οποία κατά τρόπο αλληγορικό αλλά τόσο εύστοχα πραγματεύονται αντίστοιχους προβληματισμούς με αυτούς του ήρωα του βιβλίου.
Για παράδειγμα, πως μπορείς να μη σκεφθείς το « Φράγμα» του Σπύρου Πλασκοβίτη, κάθε φορά που ο Σωτηράκης εξοργίζεται και βάλλει κατά του ανάλγητου συστήματος; Σε τι διαφέρουν οι επισημάνσεις του Σωτηράκη από τις προειδοποιήσεις του επιθεωρητού μηχανικού του φράγματος, ο οποίος διαπιστώνει ότι ο κίνδυνος είναι υπαρκτός, αλλά οι προειδοποιήσεις του θα τον φέρουν αντιμέτωπο, τόσο με την πωρωμένη κρατική εξουσία, όσο και με την αποχαυνωμένη τοπική κοινωνία. Μήπως το φράγμα δεν συμβολίζει το σαθρό κώδικα αξιών ενός
ετοιμόρροπου κοινωνικού συστήματος, το οποίο καταγγέλλει ο Σωτηράκης;
Θέλετε να πάμε παραπέρα, σε ότι αφορά τις ομοιότητες του Σωτηράκη με τους ήρωες του Πλασκοβίτη, μιας και μιλάμε γι’ αυτόν, ή ακόμα και του Δημήτρη Χατζή; Υπενθυμίζω, ότι ο Πλασκοβίτης, είναι μαζί με τον Χατζή, ο κύριος εκπρόσωπος στην ελληνική λογοτεχνία αυτού που ό ίδιος ονόμασε «πεζογραφία του ήθους». Οι ήρωες των δύο συγγραφέων δεσμεύονται από εσωτερικευμένες αρχές ( από ένα ήθος), που τους φέρνουν σε σύγκρουση με τον περίγυρό τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τον ήρωα του βιβλίου το οποίο αναλύουμε. Στον Πλασκοβίτη,
περισσότερο από τον Χατζή, αυτά τα συνειδησιακά ερωτήματα, γίνονται σύμβολα της γενικότερης κρίσης αξιών του σημερινού κόσμου. Τα ηθικά διλήμματα, οι κοινωνικές μεταβολές, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις, οι υπαρξιακές αγωνίες, αποτελούν βασικά θέματα – όπως και στο βιβλίο που συζητάμε - αυτού του κατ’ εξοχήν συγγραφέα των μεγάλων θεών.
Ας επιμείνουμε στη διακειμενικότητα σε σχέση, αυτή τη φορά, με τις συχνότατες αναφορές του συγγραφέα σε συνεργάτες των Γερμανών, δωσίλογους και χαφιέδες, όταν σχολιάζει γεγονότα που συνδέονται με κρίσιμες στιγμές και περιόδους της ιστορικής διαδρομής της Ρωμιοσύνης, όπως η Κατοχή και η Χούντα των συνταγματαρχών.
Που παραπέμπουν αυτές οι αναφορές;
στη Σελήνη τη ζήλια, στον Άρη το θυμό, στον Ερμή την απληστία, στον Δία τη φιλοδοξία, στην Αφροδίτη τη λαγνεία και στον Ουρανό τη νωθρότητα.
εκδηλώνει μία σαφή επιρρέπεια είναι υψηλή τεχνολογία, και μάλιστα χαμηλής ενεργειακής κατανάλωσης. Θέλω να πω με αυτό ότι όλες οι τεχνολογίες δεν είναι επιζήμιες.
λένε κόλαση. Στον Σωτηράκη παραχωρείται μία ξεχωριστεί θέση στην κόλαση αλλά με θέα στον παράδεισο.
«Μοντέρνα Ουτοπία» του H.G. Wells, κατόρθωσαν να δώσουν πειστικές απαντήσεις για τον τόπο του παραδείσου, πολλώ δε μάλλον, για την τοπογραφική του σχέση με την κόλαση. Φαίνεται ότι την μεσοτοιχία μεταξύ Άδου και Ηλυσίων Πεδίων κανείς μέχρι σήμερα δεν κατάφερε να εντοπίσει.
Διότι, αν η σημερινή Ελλάδα είναι ένας τόπος όπου κυριαρχούν η ηθική ασχήμια, η βαρβαρότητα, η αποσύνθεση και το γενικό ξεπούλημα, το παρελθόν, ως ένας κόσμος αρραγής και ανθρώπινος, αλλά και το μέλλον, ως ένας διαφορετικός ηθικά και πολιτιστικά ανώτερος κόσμος, φαίνεται ότι υπονομεύθηκαν στις διαδοχικές λαίλαπες που έπληξαν τη χώρα: Κατοχή, εμφύλιος, μετεμφιλιακή αλλοτρίωση, χούντα, μεταπολίτευση και διάψευση προσδοκιών από όλους αυτούς που πρακτόρευσαν την αλλαγή και την πραγματοποίηση των ονείρων του Σωτηράκη, και κάθε
Σωτηράκη.